κέκριται

κέκριται
осужден

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κέκριται" в других словарях:

  • κέκριται — κρίνω separate perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέκριτ' — κέκριται , κρίνω separate perf ind mp 3rd sg κέκριτο , κρίνω separate plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφυβρίζω — ἐφυβρίζω (ΑΜ) φέρομαι υβριστικά, αλαζονικά προς κάποιον («ἐφυβρίζων εἵλετο», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. μέσ. ἐφυβρίζομαι με την ίδια σημασία («κἀκεῑνο κέκριται, μὴ φυβρίζεσθαι νεκρούς», Ευρ.) 2. χαίρω με τις ατυχίες τού άλλου, χαιρεκακώ, επιχαίρω. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • προσεπιλέγω — ΝΑ [ἐπιλέγω] νεοελλ. (μόνο μέσ.) προσεπιλέγομαι παρονομάζομαι, τιτλοφορούμαι επί πλέον, προσεπικαλούμαι αρχ. 1. λέω κάτι επιπροσθέτως, προσθέτω κάτι στον λόγο μου («προσεπέλεγον ὅτι πᾱν ὑπομενοῡσιν, εἰ πάντως τοῡτο κέκριται Ῥοδίοις», Πολ.) 2. μέσ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»